9/12/11

1.


Αστεία θα ήταν η αγορά και η κατανάλωση βενεδικτίνης σε τούτη δω τη γειτονιά, αλήθεια, εσείς πώς προτιμάτε να την συνοδεύετε, σε ποτηράκι λικέρ ή σε κοντόχοντρο δοχείο οινοπνευματωδών; Θα ρωτούσε τον ντόπιο φούρναρη, προτάσσοντας το «’σείς, που είστε ντόπιος και γνωρίζετε», αν δεν ήταν πιο αστεία από την ενασχόληση με το σκούρο φρουτόζουμο η λέξη «ντόπιος» στα ελληνικά, που αναπόφευκτα σκεφτόταν πρώτα για να την πει κατόπιν σ’ άλλη γλώσσα. Μια πιτσιλιά σούπας αλεσμένης φακής στόλιζε την τσέπη της μαύρης καπαρντίνας της, δεξιά, όπως κρατούσε το κουπάκι στο αριστερό χέρι και το κουτάλι στο δεξί, έτσι της είχε ξεχειλίσει η μπουκιά, στρίβοντας κουρασμένα τον κορμό, στύβοντας τα κόκαλα σα βρεγμένο πανί, μήπως βγάλουν ζεστασιά.
Οι εξωτερικές σόμπες στο Μαραί έκαιγαν, θα προτιμούσε ν’ αγκαλιάσει όμως τη χύτρα με τη σούπα, αν δεν ήταν κλειδωμένη στην κουζίνα του μπιστρό κι αν δεν κόχλαζε σα λάσπη με κρέμα γάλακτος.