27/4/12

8.


Είχε έρθει δώρο ένα αρχείο.
Από το ίντερνετ.
Και το ίντερνετ από μόνο του ήταν ένα δώρο, αλλά στο αρχείο μέσα είχε μαράκες και ροκάνες.

Δούλεψε σκληρά την ημέρα εκείνη. Μπήκε σε συσκέψεις, βγήκε από συναντήσεις. Χωρίς κρουστά. Δεν είχε πλάκα.  

Το βράδυ είδε στον ύπνο της μια σκοτεινή πλατεία,
ένα διάγραμμα για την επίθεση με θανατηφόρα πορτοκαλί λέιζερ στη γη
και μια κοπέλα άγνωστη, με την οποία τραγούδησαν a capella το
«φως που ποτέ δε σβήνει».

Μετά βρέθηκε σ’ ένα σπίτι, όπου το φως πράγματι δεν έσβηνε ποτέ και της έφεραν μια μαργαρίτα με πολλά πράσινα κλαδιά.
Δεν πινόταν, αλλά δεν ήταν αυτό το πρόβλημα.
Το πρόβλημα ήταν ότι περίμενε να της φέρουν το λουλούδι, κι όχι το ποτήρι. Αν και το ποτήρι τελικά χρειαζόταν περισσότερο.
Δε μαδούσε κιόλας, ώστε να δημιουργεί οδυνηρά διλήμματα.  

24/4/12

7.


Η ασυμβατότητα του Marais με την αριστερή όχθη είναι δεδομένη, όσο δεδομένη είναι η ισχύς του 1ου νόμου του Νεύτωνα.
Δηλαδή, όσο καμία εξωτερική δύναμη δεν επιδρά στη συγκεκριμένη γειτονιά, τόσο θα διατηρείται αυτή η κατάσταση ηρεμίας ανάμεσα στους κατοίκους, τα μπουκάλια της βενεδικτίνης, τα pain au chocolat και τα λιγοστά γρασίδια της Πλατείας.
Ο νόμος τούτος θα ίσχυε βέβαια και στην περίπτωση που οι τοίχοι ντυνόντουσαν τα λευκά πανωφόρια τους και ξεκινούσαν μια ομαλή κίνηση, κατ’ ανάγκη ευθύγραμμη.
Ανατολικά μάλλον, προς τη Βαστίλλη.


Ρωτούσε ήδη τους τοίχους, για το ενδεχόμενο να κινηθούν νότια, προς το ποτάμι, αλλά είχε εισπράξει μια επίμονη άρνηση, προς χάριν της δεξιάς όχθης και της ξηρασίας.

19/4/12

6.


Σ’ ολόκληρο το Μαραί έτρωγαν λιωμένα φραμπουάζ, ανακατεμένα με φράουλες - ολόκληρες αυτές - έναν δροσερό μωβ πολτό για την πρώτη ζέστη της άνοιξης. Που δεν ήταν μεν η πρώτη, αντικειμενικά και μετεωρολογικά μιλώντας, αλλά αφού μπορούσαν να το γιορτάζουν με τον τρόπο αυτό, κανένας δε θα τους αμφισβητούσε.
Και κυρίως δε θα τους έπαιρνε το πλαστικό δοχείο μέσα από τα χέρια.
Ο Φρανσουά είχε εξαφανιστεί, μαζί με τη διάχυτη ηλιθιότητά του.
Ίσως να είχε ταξιδέψει νότια, ίσως να είχε κρυφτεί βόρεια, ίσως και να έπαυε να υπάρχει, σύμφωνα πάντοτε με τις προσταγές του σύμπαντος.
Ίσως να μην του έδιναν ποτέ ξανά εισιτήριο σε κανένα σιδηροδρομικό σταθμό της Ευρώπης, να τον υποχρέωναν έτσι να οδηγεί επί ώρες, κατάκοπος και διψασμένος, χωρίς μισή κουταλιά αναζωογονητικού πολτού.
«Χα, ωραίο είναι, στο τέλος μοιάζεις να φοράς στα χείλη σου λιπγκλός από σκοτωμένους καρπούς θάμνων».
Να μπορούσες να κρυφτείς και πίσω απ’ αυτούς, θα ήταν μια αφορμή για να μην καταναλώσεις τους κόπους τους.

14/4/12

5.


Ηλίθιε Φρανσουά!
Με ήθελες social swan κι εγώ για εκδίκηση πήγα κι έβαψα μια φράντζα πράσινη, του γκαζόν.
Ταίριαζε βέβαια με τις μουσελίνες που μου κουβαλούσες σε τόπια, αλλά οι πιο γκοφρέ τύποι αηδίαζαν στο θέαμα της βελόνας να τρυπάει το μετάξι.
Αν τυχόν μ’ έπιανε υπογλυκαιμία μπροστά σου, δε θα λιποθυμούσα, μόνο για να μη βρεις αφορμή να μου λαδώσεις τα πούπουλα με τις παλάμες σου.

9/4/12

4.


Το Σαββατοκύριακο κοιμήθηκα δεκατέσσερις ώρες, επτά κι επτά ή έξι και οκτώ, αρκετές δεν τις έλεγες, ούτε και λίγες όμως.
Δεν τις έλεγες γενικότερα.
Έπλυνα όλα μου τα καλσόν, αντί να τα δέσω μεταξύ τους όπως ήταν, με τη χειμωνιάτικη σκόνη τους και να περικυκλώσω το οικοδομικό τετράγωνο με λαστέξ.
Επίσης πέταξα ένα χαλί που βρήκα στο μπαλκόνι. Το πέταξα γιατί δεν πετούσε. Ίσως είχε χαλάσει. Μετά από κάποια προσγείωση, προφανώς.
Νομίζω ότι το καλύτερο πράγμα που έκανα ήταν να περάσω τα δάχτυλά μου πάνω από μια πλισέ φούστα. Δεν ήταν η πολυτέλεια του υλικού, ήταν η προτεραία έλλειψη πτυχώσεων.

4/4/12

3.


"Δε θα χρειαζόταν καν να βγαίνει ένας απ’ τους δύο έξω για να πάρει τσιγάρα. Θα ερχόμουν εγώ με μια κούτα τεράστια, σαν την υπομονή μου. Μόλις κλειδωνόμασταν μέσα, θα καπνίζαμε κοιτάζοντας μια τα άπλυτα στο νεροχύτη – τρεις κούπες φαρμακερού καφέ φίλτρου – μια το πεζοδρόμιο, απ’ όπου κανένας δε θα περνούσε, κανένας.
Ίσως να ξεριζώναμε και τα ηλεκτρικά καλώδια και τις ασύρματες συνδέσεις και τα data, να φεύγαν όλα απ’ το παράθυρο, στο δρόμο απ’ όπου δεν περνά κανείς με λευκό παλτό, μόνοι ασκητές εμείς, σ’ ένα σπίτι από καπνό και καμένη μυρωδιά συρματοπλέγματος.
Ούτε το φάντασμα του Λαβουαζιέ δε θα διέκοπτε αυτή τη διαδικασία. Θα ξαναβάζαμε τα στοιχεία της ύλης σε σειρά, μέχρι να τέλειωνε ο αέρας."