27/3/13

61.


Στους Αμπελόκηπους, τη γειτονιά μου στην Αθήνα, τα φώτα των δρόμων
ανάβουν αργά, 
με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο που σβήνουν τα καντήλια.
Κρέμονται από κουτσουλισμένα σύρματα, 
είναι μακρόστενα
και η καρδιά τους είναι ένα πορτοκάλι που δε μυρίζει τίποτα,
ίσως λίγη κάπνα απ' τα ψητοπωλεία της Πανόρμου,
αλλά γενικά δε νομίζω να μυρίζει συχνά, 
μόνο όποτε φυσάει νοτιοδυτικός άνεμος, 
αν δεν τον ρουφήξει κι αυτόν καμιά σαγρέ είσοδος εξαόροφης πολυκατοικίας.

Στο Παρίσι ο χειμώνας έδειχνε ότι δε θα τελείωνε ποτέ
κι αν συνέχιζε να κάνει τόσο κρύο,
ειλικρινά,
θα 'παιρνα τη βαλίτσα μου κι ένα αεροπλάνο - με το ακριβότερο εισιτήριο,
για να κάνω τη διαφορά - 
ώστε να βρεθώ σε τέσσερις ώρες 
στους Αμπελόκηπους,
να μαζέψω όλα τα πορτοκάλια 
μ' ένα μακρόστενο ραβδί 
ή μια μπάλα του μπάσκετ. 

Με το ραβδί μπορείς να κουνήσεις 
το εξωτερικό κάλυμμα από το φως, 
να πέσει ανυποψίαστο,
να γίνει κομμάτια στο πάτωμα.
Και μετά μπορείς να βάλεις 
τον αδερφό σου πολύ προσεκτικά να πιάσει το πορτοκάλι που θα έχει
εμφανιστεί από μέσα, ακέραιο και καυτό. 

Με τη μπάλα του μπάσκετ 
σκάνε κατευθείαν στο πάτωμα
το γυάλινο ριγωτό κάλυμμα και 
οι σάρκες του πορτοκαλιού.
Αν σκύψεις από πάνω, 
το τελευταίο ζωντανό κουκούτσι θα σου
πει με ό,τι κουράγιο του έχει απομείνει από την πτώση:
"πάτα με, να γίνω μια πούλπα, κουράστηκα να φαντάζομαι
τ' αυτοκίνητα του δρόμου".

Την τελευταία φορά που το έκανα, λίγο πριν φύγω απ' την Ελλάδα,
άνοιξε το πορτοκάλι στα τέσσερα και το 'φαγε η άσφαλτος.

"Σημάδι"
Φύγε πριν φας εσύ την άσφαλτο κι αφήσεις πάλι τη γειτονιά χωρίς φως 
και χωρίς τεχνητή άνοιξη. 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου