20/12/16

75.

"Don't ever cry in your fucking pyjamas"

Θα μπορούσε να είναι στίχος ή παραίνεση γιαγιάς ή θείας, από εκείνες με τα μωβ μαλλιά, που φορούν τις πέρλες και το κραγιόν τρία χιλιοστά γύρω από το περίγραμμα του στόματος και κάθονται σε καρέκλες κουνιστές. Αρωματισμένες με τον ίδιο τρόπο τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, σε κοιτάζουν μητρικά και σου δίνουν συμβουλές για τη ζωή. 

Τι άλλαξες εσύ, θεία Βούλα, στη ζωή σου τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, ούτε άρωμα δεν έχεις τολμήσει να δοκιμάσεις διαφορετικό από αυτό που σου έφερε ο θείος μια φορά από τη Βιέννη, επιστρέφοντας από επαγγελματικό ταξίδι, όσο εσύ φρόντιζες το σπίτι και τα παιδιά και το εξοχικό και το αυτοκίνητο. 

Μην κλαις ποτέ μέσα στις γαμημένες τις πιτζάμες σου, να κλαις μέσα στα ρούχα που φορούσες όταν μπήκες μέσα στο σπίτι, έτοιμη να πνιγείς στις επιλογές και τα αποτελέσματα, στο αποκορύφωμα της ελεύθερης βούλησης. 

Θεία Βούλα, την χρειαζόμουν αυτή τη συμβουλή, χρόνια πριν, ποτέ δεν είναι όμως αργά να συρθείς από την είσοδο ως το σαλόνι, διαισθανόμενη ότι αυτό το βράδυ δεν είσαι ικανή ούτε να μεθύσεις, μήπως σε πάρει ο ύπνος μέσα στην παραζάλη και νιώσεις, έστω εκεί, λειτουργική κι ανθρώπινη, ότι σπας με ένα στυλ σαν αυτό της θείας Βούλας, κολλημένη σε μια πολυθρόνα με τις αναμνήσεις τις Βιέννης και της παλιάς σου ζωής, η οποία - μάλλον - πάλιωσε τη στιγμή που το ένστικτό σου μίλησε και σε ανάγκασε να παραμείνεις ντυμένη, έχοντας ξεχάσει τις συμβουλές των έτερων γηραιότερων. 

Ποιος είναι εκεί, ποιος λείπει και ποιος έρχεται, δεν θα το μάθεις παρά μόνο όταν έρθει η ώρα.  


2/12/16

74

"Και εκείνη δεν απήντησε", τελείωνε το γράμμα ή, μάλλον, το ιδιόμορφο τηλεγράφημα, αυτό που κρατούσες στο χέρι σου με κεκαλυμμένο τρόμο για το μέλλον. 

Λίγες μέρες εντατικού καβλαντίσματος, αόριστων σχολίων και ανταλλαγής δεδομένων για τη ζωή καθενός, για τη μουσική και τις ταινίες, για ποδοσφαιρικές ομάδες που πλέον δεν απολάμβαναν τη δόξα περασμένων δεκαετιών, ψηφιακά ηλιοβασιλέματα για τον ένα και πραγματικά για τον άλλο, χαμένα κραγιόν κάτω από καναπέδες, προβοκατόρικες τοποθετήσεις στον ψηφιακό κόσμο, είχαν φτάσει στο τέλος τους πριν καν αρχίσουν ν΄ ανθίζουν. Από σεβασμό στους τρίτους ανθρώπους, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν καταστεί βασικοί πρωταγωνιστές της καθημερινότητας, έστω και εξ αποστάσεως. 

Δεκατέσσερις μήνες σιωπής, μέχρι να γραφτεί από τον ένα κάποιο κείμενο σημαντικό, να δημοσιευτεί μια προσωπική ιστορία που σε έκανε να κλαις επί ώρες πάνω από τους δοκιμαστικούς σωλήνες του εργαστηρίου. 

Μισό χρόνο μετά, σε ένα πατάρι των Εξαρχείων, τον έβλεπες με μια άλλη, στο βάθος, προς την άτυπη σκηνή, να χτυπιέται πάνω της με κάθε κομμάτι που του θύμιζε την εφηβεία του. Εσύ δεν είχες πρόβλημα, θα έκανε ό,τι ήθελε, εξάλλου (νόμιζες) πως η ζωή σου είχε εισέλθει σε μια τροχιά υπέρλαμπρη, με τον δικό σου άνθρωπο να καθορίζει έμμεσα την ποιότητά της. 

"She's like a rainbow", έλεγε με έκπληξη ο Mick, "have you seen her dressed in gold", ρωτούσε και τα ξανθά της μαλλιά ανέδιδαν μια αίσθηση φτηνού επίχρυσου κοσμήματος. Τους παρατηρούσες όλους από το ταβάνι, η συνείδησή σου είχε πετάξει από το καρφωμένο στο πάτωμα σώμα σου. 

"Εγώ γιατί δεν είμαι έτσι", αναρωτιόσουν, χωρίς να ήθελες ποτέ να έχεις χρυσά μαλλιά. Δεν μιλούσες γι' αυτήν, μιλούσες για την μουσική συλλογικότητα που όλοι μοιραζόντουσαν γύρω από το "βασιλικό ζευγάρι" του πάρτι. 

"Πιο πολύχρωμη είμαι", και πιο πολύχρωμη ήσουν, δεν είχες άδικο, αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία μέσα σε ένα σκοτεινό πατάρι όπου καθένας εστίαζε στην δυσχρωματοψία του. 

Δεν είχες ανταλλάξει μαζί του ούτε μια χειραψία. Ήσουν εξαρχής μια κολοκύθα που δεν άντεχε την ταχύτητα μιας άμαξας κι έτσι απέφευγες να μεταμορφωθείς, αρχικά βολικά τοποθετημένη στη γωνία του παταριού κι ύστερα βολικότερα εξαφανισμένη σε μια πόλη του εξωτερικού, όπου οι άμαξες έτσι κι αλλιώς απαγορεύονται. 














21/11/16

73.

"Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο", πριν τριάντα τρία χρόνια γράφτηκε τούτη η φράση κι από τότε την έκαναν σημαία, παντιέρα στα λιγδιασμένα χέρια κάθε υποκριτή που έπεφτε από τα σύννεφα μπροστά στις φαυλότητες της κοινωνίας που ο ίδιος τάιζε.  

"Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους", έγραψε ο ποιητής της ήττας της αριστεράς, όπως ο ίδιος την αντιλήφθηκε και την έκλαψε με αξιοπρέπεια επί δεκαετίες, πριν αποχωρήσει από τον κόσμο, ένα καλοκαίρι που όλοι εξατμιζόμασταν στις όχθες του ποταμιού, χωρίς να βρίσκουμε πέτρες για να το τιμωρήσουμε. 

Ποιον αντίλογο μπορούσες να προτάξεις σε έναν τέτοιο ποιητή, όποιες κι αν ήταν οι πολιτικές σου απόψεις, τι να του έλεγες, πώς να χειριζόσουν τα επιχειρήματά σου, ώστε να σου εξομολογηθεί μετά το πέρας της ανάπτυξής τους ότι είχες δίκιο (αν αυτό είχε κάποιο - οποιοδήποτε - νόημα); 

Ένα παράδειγμα θα ήταν το εξής:
"Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου" παραδέχθηκαν ότι υπέφερες και βγήκαν στη μέση του δρόμου κραυγάζοντας "εγώ θα σε βοηθήσω".

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν" να βρουν τη δική σου και να μετακομίσουν μερικά από τα κρίματά τους (και) εκεί, για να έχεις μια παρέα, τα βράδια που δεν θα σε πιάνουν τα αγχολυτικά. 

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα" μην τυχόν και τους έφερνες αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους και τώρα τους βλέπεις να ζουν δακρύζοντας με κάθε κύτταρο υποκρισίας απέναντι στα δεινά τρίτων και τέταρτων ανθρώπων, αγνώστων για τους οποίους δεν κοστίζει τίποτα η λύπη. 

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ" και τώρα δεν βγαίνουν από το σπίτι τους, όχι γιατί δεν ντρέπονται που σου χρωστάνε, λεφτά, ησυχία, ηρεμία πνεύματος και χιλιάδες ευρώ για τους ψυχοθεραπευτές σου, αλλά επειδή αγάπησαν ξαφνικά την ασκητική ζωή και βρήκαν το νόημα σε τοίχους γεμάτους με έργα τέχνης αγορασμένα από μια μονίμως σκυθρωπή σύζυγο.

"Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν" και τώρα αλλάζεις εσύ όταν τους συναντάς, για να μην τους λοιδορήσεις ή, για να λέμε όλη την αλήθεια, για να μην τους φτύσεις καταμεσής του δρόμου. 

"Φοβάμαι πολλούς ανθρώπους", τη ζωή τους και τον θάνατό τους, περνώντας μπροστά από κτήρια στην πρόσοψη των οποίων θα αναρτηθεί μια μέρα το κηδειόχαρτο, πάνω στο οποίο θα αναγράφονται λαμπρά λόγια, όπως "κηδεύουμε σήμερα τον αγαπημένο μας σύζυγο, αδερφό, θείο", παραλείποντας την ιδιότητα του πατέρα, καθώς κανένα γραφείο τελετών δεν θα μάθει την αλήθεια, ότι στην πραγματικότητα κηδεύουμε τον πατέρα της τρομοκρατίας στον χώρο εργασίας, τον πατέρα του φαρισαϊσμού, τον χριστιανομαλάκα της καρδιάς κάθε πενηντάρας ζωντοχήρας που ονειρευόταν τη μεγάλη αστική ζωή της Μητρόπολης. 

Φέτος δεν φοβήθηκα περισσότερο, γιατί έχω μάθει να μετράω τις ώρες διαφορετικά. 



11/11/16

72.

"I don't remember
lighting this cigarette
and I don't remember
if I'm here alone
or waiting for someone."


Στην εικοστή τέταρτη προσπάθεια συγγραφής της στενάχωρης αυτοβιογραφίας μιας εικοσιεπτάχρονης καταθλιπτικής ζωής, ανέβασα τον δείκτη εκφραστικής δυσκολίας εξαιτίας της φύσης των αδάμαστων συναισθημάτων. Για να γράψεις όπως ονειρεύεσαι, δεν βοηθάει ούτε το Marais, ούτε άλλη γειτονιά του Παρισιού ή του κόσμου, γενικότερα. Βοηθούν οι εγνωσμένου κύρους λογοτέχνες - όχι αυτοί που σε τάιζαν με το ζόρι στις σχολικές και πανεπιστημιακές τάξεις, αλλά όσοι έβαζαν λέξεις πλάι πλάι σαν να έστρωναν πέτρες σε δρόμους και σε τοίχους, σαν να συναρμολογούσαν την παράλληλη ζωή που από πάντα περίμενες να σε προσκαλέσει για να μπεις μέσα της, τροπαιοφόρος, κατακτητής. 

Διαβάζοντας ξανά τις πενήντα στριμωγμένες σελίδες όπου παρέθετα αναμνήσεις και τρέχουσες εμπειρίες, παρατήρησα μια διαρκή άρνηση. Επαναλαμβανόμενες φράσεις όπως "δεν θυμάμαι", "δεν ξέρω", "δεν μπορώ". Αποκλείεται να μην θυμόμουν και να μην ήξερα και να μην μπορούσα; Τι θα έλεγε ο αναγνώστης, ο οποίος θα έπιανε στα χέρια του ένα τόσο μεγαλόπνοο στη σύλληψη σύγγραμμα κι αντί για σπαρακτικές εξομολογήσεις και τεκμηριωμένες αιτιολογίες θα έβρισκε διαδοχικές παραθέσεις και αρνήσεις; 

Ήταν το αποτέλεσμα της πίκρας, για την οποία είχε τοποθετηθεί ένας λεπτός άγγελος. 


"How bitter were
the Prozac pills
of the last
few hundred mornings."

2/11/16

71.

Το καλοκαίρι στα γενέθλια του Η. μιλήσαμε στο τηλέφωνο για να του στείλω μια τούρτα, κι ας μην αγαπάει πολύ τα γλυκά, τα αγαπάω εγώ κι έτσι τα φτιάχνω και τα ξεφορμάρω και τα στέλνω στους δικούς μου ανθρώπους.
Μιλούσα με τον Η. στο τηλέφωνο και του έλεγα πόσο είχε φρακάρει η ψυχή μου μέσα από την ηθελημένη στέρηση της ξεκούρασης, αντί - φυσικά - να του θέσω το ζήτημα ολοκληρωμένα. Τι να πεις, βέβαια, κι από το τηλέφωνο, το οποίο σιχαίνεσαι εδώ και χρόνια, μαζί με διάφορα άλλα καθημερινά χρήσιμα πράγματα. 

Κι έλεγε ο Η., "σε ρωτάνε τι θέλεις από τη ζωή σου και δεν ξέρεις τι να απαντήσεις" και πράγματι, τι να απαντήσεις, λεφτά δεν θέλεις, υπό την έννοια ότι καλά ζεις και με αυτά που έχεις τώρα, δόξα δεν θέλεις, παρότι δεν ξέρεις τι είναι, γιατί δεν την έχεις ζήσει, ίσως όμως την παρομοιάζεις ασυναίσθητα με τα φτερά του Δαιδάλου, οπότε ας παραμείνεις μακριά της, παιδιά δεν θέλεις, τουλάχιστον τώρα, ίσως και αύριο, ίσως και όχι, δεν έχεις καταλήξει ως προς το τι σχέση έχεις με τα παιδιά, φιέστες στο πλαίσιο συμβολαίων ρύθμισης προσωπικής κατάστασης δεν θέλεις, να γράφεις στίχους σε τοίχους δεν θέλεις, γιατί το κάνουν άλλοι για σένα και μάλιστα καλύτερα, να χορέψεις ξανά μια καλοκαιρινή μέρα δεν θέλεις, παρότι μπορεί και να σου συμβεί, να χαζεύεις όλη μέρα παλιές φωτογραφίες του Delon δεν θέλεις, να καις όλη μέρα, μήπως αυτό θέλεις, ίσως, να καις, να φουσκώνεις και να αδειάζεις και ξανά από την αρχή, παρότι δεν αντέχεις τον εαυτό σου όταν σου συμβαίνει τούτο, μια φορά στα 4 χρόνια δηλαδή, αραιά θα έλεγες πως εκδηλώνεται, η φέρουσα ικανότητά σου εξαντλείται και επανακυκλοφορεί με μια βολική περιοδικότητα. 

Τι θέλεις; Δεν απαντάς γιατί είναι παγίδα. Αφήνεις τον Η. να απαντάει, τον Κ., τον Μ., τον έτερο Η. 

Ετεροκαθορισμός η ενηλικίωση, χωρίς καμιά φιλολογική ή άλλη προειδοποίηση. 

26/10/16

70.

"Κάποια κορίτσια είναι μεγαλύτερα από άλλα". Τρεις φορές θα το λες, κάθε πρωί και βράδυ, μετά το πλύσιμο των δοντιών κατά προτίμηση, πριν ή μετά από άγονες νύχτες, γιατί έτσι μόνο πιάνει σαν ευχή και σαν μασκαρεμένη κατάρα. 

Μεγαλύτερα στην ψυχή, εννοούσε ο ποιητής - κατά πάσα πιθανότητα - μεγαλύτερα στον τρόπο που πίνουν τον καφέ τους, που δαγκώνουν τα μπαγιάτικα κρουασάν, που στρίβουν τα μαραμένα τους τσιγάρα, που διαλέγουν θέση στο λεωφορείο που διασχίζει το ποτάμι, που κλείνουν το τηλέφωνο, μεγαλύτερα στην κάβλα, μεγαλύτερα στον "χώρο που πιάνουν", απλώνονται σαν κρύο νερό σε καυτά πεζοδρόμια μεσημέρια του Ιουλίου, με ήχο υπόκωφο, απλώνουν χέρια, πόδια πάνω σου για να διαταράξουν την βολική ενθαλπία. 

Βάλτε τον νιχιλισμό στον κώλο σας, να τελειώνουμε μια κι έξω. 



5/8/16

68.

Παντρεύονται οι χαζοβιόληδες.
Πολύ καλό, να ζήσετε, να μην πεθάνετε εννοώ,
κατά τα υπόλοιπα δε με ενδιαφέρει πώς θα ζήσετε,
αν θα είστε ευτυχισμένοι κι όλα αυτά που γράφουν στις κάρτες του γάμου,
αν θα θυμάστε πού παράτησε ο γαμπρός το παπιγιόν του κι η νύφη τις τρέσες της μετά τα 
ξημερώματα, που θα έφαγαν μπέργκερς, όταν 
το διέλυσαν το γλέντι και οι κολλητοί
φόρεσαν τα γυαλιά ηλίου τους και βγήκαν βόλτα 
στην πλατεία του νησιού, μεγάλη αλητεία, σου λέει, να ξενυχτάς τόσο πολύ μετά από ένα γάμο, να σηκώνεται ο ήλιος στον ουρανό και να είσαι ακόμα έξω, με λερωμένο το νυφικό από τις πατημασιές των καλεσμένων την ώρα της italo disco, μεγάλη αλητεία, πού να στα λέω, δεν ξέρεις τί έχασες που δεν ήρθες. 
Αλήθεια, τί έκανες και δεν ήρθες, μήπως κοίταζες πάλι τα ταβάνια, χαχα, πολύ κλισέ αυτό, και να το έκανες, σιγά μην το έλεγες, 
μήπως έβλεπες σειρές στο λάπτοπ σου, μήπως έτρωγες πατατάκια και λάδωνες με κάθε δάχτυλο χωριστά το τραπεζάκι του σαλονιού, έλα, πες τί έκανες, μίλα σε μένα, γιατί σε χάσαμε τόσον καιρό, μη μου πεις πως πας στα μουσεία και κοιτάς περιπαθώς τα εκθέματα, ό,τι κι αν κάνεις, δε θα χωρέσεις ποτέ σε καμιά βιτρίνα τους, δε σε θέλουν στα μουσεία, μήπως πήγες στο σινεμά, μήπως έμαθες να παρκάρεις σε αριστερές θέσεις, μήπως άρχισες να διαβάζεις ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, μήπως έγινες εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό, έλα, μίλα.