19/8/17

81.

Καμιά φορά σε μυρίζω στον καναπέ. Όχι όταν είσαι εκεί - λείπεις καιρό, εξάλλου, κι έχει χαθεί το σχήμα των μαξιλαριών, η βουλιαγμένη μύτη του Ringo και ο αποσυναρμολογημένος ώμος του George. Πριν αρχίσεις να λείπεις μέρες, μήνες και δεκάδες δόσεις καφέ, ερχόσουν ιδρωμένος από το γρήγορο περπάτημα και το βάρος της δουλειάς κι ακουμπούσες την τσάντα νευρικά στην είσοδο, πριν χωθείς στη γωνία του καναπέ, εκείνη που είχες επιλέξει επειδή μπορούσες να παρατηρείς την πλάτη μου στην κουζίνα, όσο έκοβα λαχανικά και πάλευα με το τιρμπουσόν πριν πνίξω τηγάνια ολόκληρα με μανιτάρια.
Νότιζε η πλάτη σου το κάλυμμα, ιδρωμένο άρωμα κι ορμόνες που μάζευες στο δρόμο ακούσια, από τη στιγμή που θ' απομακρυνόσουν από το Πανεπιστήμιο κι όσο σκεφτόσουν ότι είχε έρθει, επιτέλους, η ώρα της χαλάρωσης, επειδή θα περπατούσες κοντά μου, τυλιγμένος με την βραχεία ανάμνηση των αναβαθμολογήσεων και των ευφάνταστων πειραμάτων.
Τις πρώτες μέρες νόμιζα ότι είχα τρελαθεί κι ότι δεν μου άξιζε η ταλαιπωρία τούτη, μέχρι τη στιγμή που έκοψα την κλωστή του δισταγμού κι έχωσα το πρόσωπό μου στο σημείο που, αν ήμουν τυχερή, θα είχε ακουμπήσει επί ώρα ο λαιμός σου. Το αποτύπωμα της επιμήκυνσης ήθελα, κι όχι τη φευγαλέα επαφή, καθώς θα προσπαθούσες να βολευτείς σε ένα σημείο, όσο εγώ βρισκόμουν ακόμα στην κουζίνα και ολοκλήρωνα μια ακόμα συνταγή που κανείς μας δεν θα έτρωγε - καθένας για τους δικούς του λόγους.

Παίζαμε στην έδρα σου, ξεκάθαρα, παρότι αυτό είναι το σπίτι μου, γιατί ποτέ κανείς δε χώρεσε σ' αυτή την πόλη μετά που ερωτεύτηκε.